Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Κάμαρα από ξύλο Ελιάς


Η Ευρύκλεια έτρεξε και έφερε το νέο στην Πηνελόπη, ότι ο Οδυσσέας ήταν στο σπίτι και εξόντωσε όλους τους μνηστήρες. Η Πηνελόπη όμως αρχικά δεν την πίστεψε. Η Ευρύκλεια επέμεινε με τέτοια θέρμη που η καρδιά της Πηνελόπης μαλάκωσε και άρπαξε την Ευρύκλεια από τα χέρια, χωρίς να μπορεί ακόμα να το πιστέψει.
Η Πηνελόπη σαστισμένη άκουσε την Ευρύκλεια να διηγείται πώς παρουσιάστηκε μπροστά της ο Οδυσσέας σαν ζητιάνος, και πώς είχε σχέδιο να σκοτώσει όλους τους μνηστήρες όπως κι έκανε.
Η Πηνελόπη κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα και συνάντησε τον γιο της. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε κι εκείνος βοηθήσει τον πατέρα του να σκοτώσει τους μνηστήρες και δεν ήταν κάποια θεϊκή παρέμβαση που τους εξόντωσε. «Μάνα, μη στέκεσαι έτσι μόνη σου και πήγαινε να αγκαλιάσεις τον άντρα σου που σε περιμένει», της είπε.
Ο Τηλέμαχος τότε ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του και έστησε μου τους πιστούς τους υπηρέτες χορό και πανηγύρι, για να μη φανεί σε όσους περνούσαν απ’έξω ότι έγινε μακελειό και σκοτώθηκαν τα περισσότερα αρχοντόπουλα της Ιθάκης. Έτσι πολλοί πίστεψαν ότι η Πηνελόπη είχε διαλέξει κάποιον από τους μνηστήρες για άντρα της.
Ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη αντάμωσαν, όμως ακόμα και τότε η Πηνελόπη δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον άντρα της μετά από τόσα χρόνια στον πόλεμο και τη θάλασσα. Ήθελε και άλλες αποδείξεις. Αποδείξεις και απαντήσεις σε ερωτήματα που μόνο οι δυο τους γνώριζαν.
«Πες μου, πώς να πιστέψω για άντρα μου έναν άγνωστο στην όψη και να τον οδηγήσω στο κρεβάτι που έφτιαξε ο Οδυσσέας πριν φύγει για την Τροία...»
«Ναι, εγώ έφτιαξα το κρεβάτι μας», απάντησε ο Οδυσσέας. Το έφτιαξα από το ξύλο της ελιάς που φύτρωσε στην αυλή μας, το επένδυσα με δέρμα βοδιού, και το διακόσμησα με χρυσό και μάλαμα.


Η Πηνελόπη με αυτά τα λόγια σιγουρεύτηκε. Αυτός ήταν ο Οδυσσέας, ο άντρας της, ο κύριος του σπιτιού που είχε επιστρέψει. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και φιλήθηκαν, ξανά και ξανά χωρίς να μπορούν να χορτάσουν ο ένας τον άλλον. Στις πολλές ώρες που έμειναν έτσι μέσα στην κάμαρά τους, ο Οδυσσέας της διηγήθηκε τα βάσανά του και τις περιπέτειές του. Το ταξίδι για την επιστροφή στην Ιθάκη όμως είχε τελειώσει και θα ζούσαν επιτέλους ευτυχισμένοι μαζί.

https://sites.google.com/site/epistrofistinithaki/rapsody-psi


Οδύσσεια - Ραψωδία Ψ

απόσπασμα

(....)
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια:
«δαιμόνι᾿, οὔτ᾿ ἄρ τι μεγαλίζομαι οὔτ᾿ ἀθερίζω
οὔτε λίην ἄγαμαι, μάλα δ᾿ εὖ οἶδ᾿ οἷος ἔησθα
ἐξ Ἰθάκης ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο.
ἀλλ᾿ ἄγε οἱ στόρεσον πυκινὸν λέχος, Εὐρύκλεια,
ἐκτὸς ἐϋσταθέος θαλάμου, τόν ῥ᾿ αὐτὸς ἐποίει:
ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ᾿ εὐνήν,
κώεα καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.»
ὣς ἄρ᾿ ἔφη πόσιος πειρωμένη: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ὀχθήσας ἄλοχον προσεφώνεε κεδνὰ ἰδυῖαν:
«ὦ γύναι, ἦ μάλα τοῦτο ἔπος θυμαλγὲς ἔειπες:
τίς δέ μοι ἄλλοσε θῆκε λέχος; χαλεπὸν δέ κεν εἴη
καὶ μάλ᾿ ἐπισταμένῳ, ὅτε μὴ θεὸς αὐτὸς ἐπελθὼν
ῥηϊδίως ἐθέλων θείη ἄλλῃ ἐνὶ χώρῃ.
ἀνδρῶν δ᾿ οὔ κέν τις ζωὸς βροτός, οὐδὲ μάλ᾿ ἡβῶν,
ῥεῖα μετοχλίσσειεν, ἐπεὶ μέγα σῆμα τέτυκται
ἐν λέχει ἀσκητῷ: τὸ δ᾿ ἐγὼ κάμον οὐδέ τις ἄλλος.
θάμνος ἔφυ τανύφυλλος ἐλαίης ἕρκεος ἐντός,
ἀκμηνὸς θαλέθων: πάχετος δ᾿ ἦν ἠύ̈τε κίων.
τῷ δ᾿ ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ὄφρ᾿ ἐτέλεσσα,
πυκνῇσιν λιθάδεσσι, καὶ εὖ καθύπερθεν ἔρεψα,
κολλητὰς δ᾿ ἐπέθηκα θύρας, πυκινῶς ἀραρυίας.
καὶ τότ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπέκοψα κόμην τανυφύλλου ἐλαίης,
κορμὸν δ᾿ ἐκ ῥίζης προταμὼν ἀμφέξεσα χαλκῷ
εὖ καὶ ἐπισταμένως, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνα,
ἑρμῖν᾿ ἀσκήσας, τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ.
ἐκ δὲ τοῦ ἀρχόμενος λέχος ἔξεον, ὄφρ᾿ ἐτέλεσσα,
δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἠδ᾿ ἐλέφαντι:
ἐκ δ᾿ ἐτάνυσσα ἱμάντα βοὸς φοίνικι φαεινόν.
οὕτω τοι τόδε σῆμα πιφαύσκομαι: οὐδέ τι οἶδα,
ἤ μοι ἔτ᾿ ἔμπεδόν ἐστι, γύναι, λέχος, ἦέ τις ἤδη
ἀνδρῶν ἄλλοσε θῆκε, ταμὼν ὕπο πυθμέν᾿ ἐλαίης.»
ὣς φάτο, τῆς δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
σήματ᾿ ἀναγνούσῃ τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ᾿ Ὀδυσσεύς:
δακρύσασα δ᾿ ἔπειτ᾿ ἰθὺς δράμεν, ἀμφὶ δὲ χεῖρας
δειρῇ βάλλ᾿ Ὀδυσῆϊ, κάρη δ᾿ ἔκυσ᾿ ἠδὲ προσηύδα:
«μή μοι, Ὀδυσσεῦ, σκύζευ, ἐπεὶ τά περ ἄλλα μάλιστα
ἀνθρώπων πέπνυσο: θεοὶ δ᾿ ὤπαζον ὀϊζύν,
οἳ νῶϊν ἀγάσαντο παρ᾿ ἀλλήλοισι μένοντε
ἥβης ταρπῆναι καὶ γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι.
αὐτὰρ μὴ νῦν μοι τόδε χώεο μηδὲ νεμέσσα,
οὕνεκά σ᾿ οὐ τὸ πρῶτον, ἐπεὶ ἴδον, ὧδ᾿ ἀγάπησα.
αἰεὶ γάρ μοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισιν
ἐρρίγει μή τίς με βροτῶν ἀπάφοιτο ἔπεσσιν
ἐλθών: πολλοὶ γὰρ κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν.
οὐδέ κεν Ἀργείη Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα,
ἀνδρὶ παρ᾿ ἀλλοδαπῷ ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ,
εἰ ᾔδη ὅ μιν αὖτις ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν
ἀξέμεναι οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἔμελλον.
τὴν δ᾿ ἦ τοι ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον ἀεικές:
τὴν δ᾿ ἄτην οὐ πρόσθεν ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ
λυγρήν, ἐξ ἧς πρῶτα καὶ ἡμέας ἵκετο πένθος.
νῦν δ᾿, ἐπεὶ ἤδη σήματ᾿ ἀριφραδέα κατέλεξας
εὐνῆς ἡμετέρης, ἣν οὐ βροτὸς ἄλλος ὀπώπει,
ἀλλ᾿ οἶοι σύ τ᾿ ἐγώ τε καὶ ἀμφίπολος μία μούνη,
Ἀκτορίς, ἥν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ,
ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας πυκινοῦ θαλάμοιο,
πείθεις δή μευ θυμόν, ἀπηνέα περ μάλ᾿ ἐόντα.»
ὣς φάτο, τῷ δ᾿ ἔτι μᾶλλον ὑφ᾿ ἵμερον ὦρσε γόοιο:
κλαῖε δ᾿ ἔχων ἄλοχον θυμαρέα, κεδνὰ ἰδυῖαν.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἀσπάσιος γῆ νηχομένοισι φανήῃ,
ὧν τε Ποσειδάων εὐεργέα νῆ᾿ ἐνὶ πόντῳ
ῥαίσῃ, ἐπειγομένην ἀνέμῳ καὶ κύματι πηγῷ:
παῦροι δ᾿ ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἤπειρόνδε
νηχόμενοι, πολλὴ δὲ περὶ χροὶ̈ τέτροφεν ἅλμη,
ἀσπάσιοι δ᾿ ἐπέβαν γαίης, κακότητα φυγόντες:
ὣς ἄρα τῇ ἀσπαστὸς ἔην πόσις εἰσοροώσῃ,
δειρῆς δ᾿ οὔ πω πάμπαν ἀφίετο πήχεε λευκώ.
καί νύ κ᾿ ὀδυρομένοισι φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
εἰ μὴ ἄρ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη.
νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέθεν, Ἠῶ δ᾿ αὖτε
ῥύσατ᾿ ἐπ᾿ Ὠκεανῷ χρυσόθρονον, οὐδ᾿ ἔα ἵππους
ζεύγνυσθ᾿ ὠκύποδας, φάος ἀνθρώποισι φέροντας,
Λάμπον καὶ Φαέθονθ᾿, οἵ τ᾿ Ἠῶ πῶλοι ἄγουσι. (....)


Νεοελληνική απόδοση:

(....)Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:

«Καημένε, δε μεγαλοπιάνουμαι κι ουδέ αψηφώ κανένα
κι ουδέ ξαφνίζουμαι᾿ τη θύμηση κρατώ πως ήσουν τότε,
σαν έφευγες με το μακρόκουπο καράβι απ᾿ την Ιθάκη.
Μον᾿ έλα, Ευρύκλεια, το κλινάρι του γοργά να στρώσεις όξω
απ᾿ την καλόχτιστή μας κάμαρα, που 'χε μονάχος χτίσει'
όξω τη στέρια κλίνη σύρτε του, και βάλτε και στρωσίδια,
φλοκάτες και προβιές και λιόφωτα να σκεπαστεί σεντόνια.»
Αυτά είπε εκείνη δοκιμάζοντας τον άντρα της, μα τούτος
συχύστη κι είπε στη γυναίκα του τη γνωστικιά αναμμένος:
«Γυναίκα, αλήθεια, αυτός ο λόγος σου μες στην καρδιά με αγγίζει!
Ποιος το κλινάρι μετασάλεψε; Καλός τεχνίτης να 'ταν,
και πάλε θα του 'ρχόταν δύσκολο! Μόνο θεός μπορούσε,
αν ήθελε, να 'ρθεί κι ανέκοπα να το μετασαλέψει.
Μα απ᾿ τους θνητούς που ζουν δε γίνεται τη θέση να του αλλάξει
κανείς, κι ας είναι απά στα νιάτα του᾿ το τορνευτό κλινάρι
τρανό σημάδι κρύβει᾿ τα 'φτιαξαν τα χέρια τα δικά μου.
Φύτρωνε δέντρο, ελιά στενόφυλλη, μες στον αυλόγυρο μας,
ξεπεταμένο κι ολοφούντωτο, χοντρό σα μια κολόνα.
Και πήρα κι έχτισα τρογύρα του την κάμαρα με πέτρες
πυκνές ως πάνω, και τη σκέπασα καλά καλά με στέγη'
κι αφού της πέρασα πορτόφυλλα καλαρμοσμένα, στεριά,
έκοψα απάνω της στενόφυλλης ελιάς κλαδιά και φούντα,
και τον κορμό απ᾿ τη ρίζα κλάδεψα, προσεχτικά, πιδέξια
με το σκεπάρνι πελεκώντας τον, με στάφνη ισιώνοντας τον,
κλινόποδο να γένει, κι άνοιξα με το τρυπάνι τρύπες.
Κει πάνω το κλινάρι εστήριξα, καλά πλανίζοντας το,
και με το μάλαμα το πλούμισα, το φίλντισι, το ασήμι!
τέλος λουριά από βόδι ετάνυσα, που απ᾿ την πορφύρα άστραφταν.
Το μυστικό σου το φανέρωσα σημάδι, μα δεν ξέρω
αν το κλινάρι ακόμα στέκεται, γυναίκα, για κανένας
το λιόδεντρο απ᾿ τη ρίζα του 'κοψε και του άλλαξε τη θέση.»
Αυτά είπε, κι εκείνης τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά της,
τ᾿ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα'
και χύθη ομπρός θρηνώντας, έριξε τα δυο της χέρια γύρω
στυυ αντρός της το λαιμό, του φίλησε την κεφαλή και του 'πε:
«Μη μου κακιώνεις! Σέ όλα το 'δειξες το πιο ξύπνο πως έχεις
μυαλό, Οδυσσέα! Μα αλήθεια βάσανα πολλά οι θεοί μας δώκαν,
που ζούλεψαν και δε μας αφήκαν τη νιότη να χαρούμε
ο ένας του άλλου και να γεράσουμε μαζί συντροφεμένοι.
Όμως αλήθεια μην οργίζεσαι και μη χολιας μαζί μου,
που μόλις σ᾿ είδα, την αγάπη μου δε σου 'δειξα σαν τώρα'
ποτέ η καρδιά μαθές στα στήθη μου δεν έπαψε να τρέμει,
μην έρθει κάποιος με τα λόγια του θνητός και με πλανέσει'
τι άνομα κέρδη να σοφίζουνται πολλούς θα βρεις στον κόσμο.
Κι η Ελένη η αργίτισσα δε θα 'σμιγε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
μ᾿ έναν αλλόξενο, στην κλίνη του για να χαρεί τον πόθο,
αν κάτεχε πως πίσω σπίτι της μια μέρα θα τη φέρναν
οι γιοι των Αχαιών οι αντρόκαρδοι στην πατρική της χώρα.
Όμως θεά σ᾿ αυτές τις άπρεπες δουλειές την είχε σπρώξει'
πιο πριν μαθές δεν της δυνάστευε τα φρένα τούτη η τύφλα
η ξορκισμένη, οπούθε κίνησαν και τα δικά μας πάθη.
Μα τώρα που έτσι κατακάθαρα μου τα 'πες τα σημάδια
της κλίνης μας, που δεν τα κάτεχε κανείς στον κόσμον άλλος
ξον από μας τους δυο, το αντρόγενο, και μια μονάχα βάγια,
την Αχτορίδα, που απ᾿ τον κύρη μου, για δω ως κινούσα, πήρα,
και που στης στεριάς μας της κάμαρας παράστεκε την πόρτα,
τώρα με πείθεις, όσο αλύγιστη καρδιά κι αν κρύβω εντός μου!»
Είπε, κι ακόμα πιο του ξάναψε του θρήνου τη λαχτάρα,
την ακριβή, πιστή γυναίκα του στην αγκαλιά ως κρατούσε.
Πως χαίρουνται στεριά αντικρίζοντας στη θάλασσα όσοι πλέκουν,
τι ο Ποσειδώνας το καλόφτιαστο τους τσάκισε καράβι,
που το βασάνισαν τα κύματα τα φοβερά κι οι άνεμοι,
και λίγοι απ᾿ την ψαριά τη θάλασσα γλιτώνουν κολυμπώντας,
να βγουν στο σκρόγιαλο, κι απάνω τους πολλή έχει πήξει αρμύρα,
κι όπως στεριά πατούνε, χαίρουνται, που το χαμό ξέφυγαν —
όμοια κι εκείνη αναντρανίζοντας το ταίρι της χαιρόταν,
κι ουδ᾿ έλεγε να βγάλει τ᾿ άσπρα της βραχιόνια απ᾿ το λαιμό του.
Η Αυγή θα πρόβαινε η χρυσόθρονη κι ακόμα θα θρηνούσαν,
αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δέ στοχαζόταν άλλα:
Τη Νύχτα αντίσκοψε στα πέρατα της δύσης, να μακρύνει,
και την Αυγή τη ροδοδάχτυλη στον Ωκεανό κρατούσε,
κι ουδέ να ζέψει τα γοργόφτερα πουλάρια της, το Λάμπο
και το Φαέθοντα, την άφηνε, στη γη το φως να φέρουν. (....) 

ΠΛΑΤΩΝ - ΦΑΙΔΩΝ

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Heartmagic....



Ότι αγγίζει την καρδιά είναι μαγικό...
          μαγικό είναι και ότι υπάρχει μέσα στην καρδιά....
                  μαγεία είναι η αγάπη....
                            μαγεία είναι ο έρωτας...
                                       μαγεία είναι η ομορφιά....
                                                   και η μουσική είναι η φανερή μαγεία....

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Αγάπη και Συγχώρεση - Σωκράτης


- Σωκράτη, πες μου κάτι για την συγχώρεση.
- Όντως πρέπει κάτι να σου πω γι' αυτήν, διότι στην πραγματικότητα εσύ δεν συγχώρεσες κανέναν ποτέ...

- Μα τι μου λες, Σωκράτη! Έχω συγχωρέσει πολλές φορές!
- Φαινομενικά... για να φανείς καλός στα δικά σου και των άλλων τα μάτια. Στην ουσία ούτε οι άλλοι συγχώρεσαν κανέναν, όχι μόνο εσύ, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλλίτερα...

- Τόσο κακοί είμαστε όλοι Σωκράτη;
- Όχι, τόσο ανήξεροι όλοι σας είσαστε, Διόστρατε. Ουδείς εκών κακός. Κακός γίνεσαι από την άγνοιά σου.

- Τι δεν ξέρουμε, Σωκράτη περί της συγχώρεσης;
- Δεν ξέρετε τίποτε.

- Τίποτε;
- Απολύτως τίποτε. Εσείς όλοι αγνοείτε την επιστήμη της συγχώρεσης. 

- Η συγχώρεση λοιπόν είναι επιστήμη;
- Είναι μεγάλη επιστήμη αυτή. Και ειδικοί σ' αυτήν την επιστήμη πάνω στην Γη είναι πολύ λίγοι, που μετρούνται στα δάκτυλα της μιας χειρός.

- Τότε οι άλλοι τι κάνουν, όταν δηλώνουν πως συγχώρεσαν;
- Αυτοί κοροϊδεύουν πριν απ' όλα τον εαυτόν τους και εξ αυτού και τους άλλους. Για να κοροϊδέψεις τον άλλον - πρέπει να προηγηθεί υποχρεωτικά το στάδιο της αποβλάκωσης του ιδίου εαυτού σου. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι. Οι πνευματικά αγράμματοι κοροϊδεύουν τους πνευματικά αγράμματους. Ένας αγράμματος μπορεί να κοροϊδέψει μόνο δύο ειδικά για την περίσταση πρόσωπα: τον εαυτό του, λόγω αγραμματοσύνης και τον άλλον, επίσης αγράμματο. Η πνευματική βολή του αγραμμάτου δεν ξεπερνάει ποτέ τα όρια της αγραμματοσύνης. Γεννιέται εντός της, εξελίσσεται εντός της και πεθαίνει εντός της. 

- Βάσει αυτών που είπες, Σωκράτη, συνάγεται το συμπέρασμα, ότι:
κανείς κανέναν δεν συγχώρεσε, όλοι μας είμαστε ανήξεροι και εξ αυτού κακοί χωρίς την θέλησή μας, η συγχώρεση είναι ολόκληρη επιστήμη, αυτήν την επιστήμη την αγνοούμε λόγω της αγραμματοσύνης μας, και λόγω της αγραμματοσύνης μας κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλον, επίσης αγράμματο, και η αγραμματοσύνη ανακυκλώνεται εντός των πλαισίων της ιδίας.
- Πολύ σωστά, Διόστρατε! Ωραία ανακεφαλαίωση έκανες όλων των πριν λεχθέντων! 

- Με άλλα λόγια κάναμε μια εισαγωγή στο θέμα της συγχώρεσης.
- Διόστρατε, στην ουσία ήδη είπαμε τα πάντα, που χρειαζόταν να ειπωθούν, αφήσαμε μόνο την αιτία στην άκρη για να μπορέσει να την βρει ο κάθε ανήσυχος και φιλομαθής νους. Για την καρδιά του καθενός δεν λέω τίποτε- διότι αυτή ξέρει πολύ καλά την απάντηση... Η καρδιά σου, Διόστρατε, το βλέπω - ξέρει την απάντηση... 

- Την ξέρει, Σωκράτη, την ξέρει... Μέχρι να φιλοσοφήσει ο νους μου, περνώντας μέσα από χίλια μονοπάτια της αναζήτησης και της αιώνιας αμφιβολίας - η καρδιά μου σιωπηλή με κοιτάει και χαμογελάει, περιμένοντας υπομονετικά την στιγμή να έλθω ο ίδιος με την θέλησή μου σ' αυτήν και να την ρωτήσω, αυτή έχει έτοιμη ήδη την απάντηση. 
- Ακριβώς, Διόστρατε. Θέλω να σου πω κάτι, για να το θυμάσαι πάντα. Μέσα στο είναι σου υπάρχουν δυο υπερδυνάμεις, η μία- μαχητική και επιθετική, που συνεχώς ανησυχεί, διότι πασχίζει να μάθει τα πάντα- είναι ο νους. Και η άλλη- ειρηνική και ήρεμη, που δεν βιάζεται, δεν ανησυχεί, ξέρει τα πάντα και ουδέποτε αμφιβάλλει και ποτέ δεν φιλοσοφεί- είναι η καρδιά. Στο εξωτερικό επίπεδο ο νους φαντάζει ισχυρότερος, αλλά έτσι στην πραγματικότητα δεν είναι. Διότι στο εσωτερικό επίπεδο, το αληθινό- η καρδιά καθορίζει τα πάντα. Είναι η αληθινή υπερδύναμη, αλλά δεν επεμβαίνει, αν δεν της το ζητήσεις εσύ ο ίδιος. Εσύ λοιπόν είσαι η τελική απόφαση και επιλογή, είσαι η αιτία και το αποτέλεσμα, η ελεύθερη βούληση και ανταποδοτική δικαιοσύνη ή νέμεση. Με καταλαβαίνεις, Διόστρατε; 

- Σε καταλαβαίνω, Σωκράτη... σε καταλαβαίνω... 
- Πρόσεξε τι σου έχω πει, Διόστρατε: εσύ είσαι η τελική απόφαση και επιλογή, συνεπώς η αιτία και το αποτέλεσμα. Είσαστε τρεις: εσύ, η καρδιά και ο νους. Στην ουσία εσύ και ο νους- είσαστε το παράγωγο της καρδιάς, αυτή προϋπήρχε και θα υπάρχει μετά. Για έναν και μοναδικό λόγο η καρδιά δέχτηκε να κατεβεί στην ισότιμη με τους άλλους δυο θέση- για να τους δώσει την δυνατότητα εξέλιξης. Εσύ λοιπόν, αναπτυσσόμενος με την μέθοδο λαθών και εμπνεύσεων- καθορίζεις τα πάντα, που σε αφορούν. Συνεπώς, είσαστε στο εξωτερικό προσωρινό επίπεδο οι τρεις- εσύ, η καρδιά και ο νους. Με όποια πλευρά συμμαχήσεις, της δώσεις την προτίμησή σου, εκείνη η πλευρά θα νικήσει στο εξωτερικό προσωρινό επίπεδο. 

- Και στο εσωτερικό επίπεδο τι θα γίνει, Σωκράτη; 
- Στο εσωτερικό επίπεδο, ασχέτως της προηγούμενής σου σωστής η λάθους επιλογής, η καρδιά ως αληθινή αφέντρα, θα βάλει τα πάντα στην θέση τους. 

- Θέλω να σε ρωτήσω και κάτι ακόμη, Σωκράτη. 
- Ρώτα με. 

- Είμαστε τρεις είπες- εγώ, η καρδιά και ο νους. Πες μου, από αυτούς τους δυο- ποιος με αγαπάει αληθινά; 
- Ήδη ξέρεις την απάντηση, Διόστρατε. 

- Την ξέρω, αλλά αυτήν την στιγμή μας ακούνε και οι άλλοι- πες τι έχεις να πεις γι' αυτούς, γι' αυτούς κάντο, όχι για μένα. 
- Είσαστε οι τρεις: εσύ, η καρδιά και ο νους. Εσύ μπορείς κατά καιρούς να αγαπάς πότε τον ένα και πότε τον άλλον ή και τους δυο μαζί ταυτοχρόνως, ή να μην αγαπάς κανέναν από τους δυο. Ασχέτως του τι εσύ προτιμάς ανά πάσα στιγμή, η καρδιά σταθερά, αμετάβλητα, τρυφερά και συγκινητικά σ' αγαπάει πάντα εις τους αιώνας των αιώνων άνευ όρων. 

- Τόσο πολύ, δηλαδή; 
- Ναι, τόσο πολύ. 

- Καρδούλα μου... αγαπημένη... 
- Έτσι πρέπει ο καθένας από σας στο γήινο επίπεδο να λέει στην καρδιά του όταν σηκώνεται το πρωί και όταν πέφτει για ύπνο το βράδυ και όταν παραδίδει το πνεύμα του την τελευταία στιγμή. Τι έπαθες, Διόστρατε, δάκρυσες; 

- Συγκινήθηκα... 
- Πολύ καλό αυτό, η συγκίνηση είναι δείγμα δράσης της καρδιάς, είναι δείγμα, ότι ακούς πότε - πότε τη φωνή της. Να προσθέσεις στην ανακεφαλαίωση, που έχεις κάνει για την συγχώρεση και ένα στοιχείο ακόμη - την συγκίνηση. Διότι χωρίς την συγκίνηση δεν μπορείς να συγχωρέσεις με την καρδιά, δηλαδή αληθινά. Ο νους συγχωρεί επιφανειακά, ψεύτικα, τυπικά και πάντα χωρίς συγκίνηση, άρα στην ουσία ΔΕΝ συγχωρεί. Κατάλαβέ το. 

- Σωκράτη, εμείς κάναμε εδώ μια προσθήκη στο θέμα της συγχώρεσης, η μάλλον δύο ακόμη προσθήκες- την καρδιά και την συγκίνηση. 
- Και όμως δεν φτάσαμε ακόμη στην αληθινή ρίζα όλου του φαινομένου της συγχώρεσης, Διόστρατε... Σε πηγαίνω σιγά - σιγά προς τα κει, όχι διότι δεν θα καταλάβεις- ο νους σου θα καταλάβει σχεδόν τα πάντα, αλλά σε πηγαίνω σιγά - σιγά προς τα κει για να ΝΙΩΣΕΙΣ. Τότε μπορούμε να πούμε, ότι κατάλαβες πραγματικά. Μαθαίνω κάτι, χωρίς να το νιώθω: ισοδυναμεί με το «ξέρω». Μαθαίνω κάτι, νιώθοντας: αυτό ισοδυναμεί με το «γνωρίζω». Από τη μια η επιφανειακή, ακαδημαϊκή γνώση εντυπωσιασμού και από την άλλη η βαθιά πραγματική γνώση σιωπής και κατανόησης, της αληθινής κατανόησης. 

- Συνέχισε, Σωκράτη... 
- Και τώρα, Διόστρατε, άκουσε και για την καθεαυτού συγχώρεση τα μυστήρια. Μόνο στον υλικό σας τρισδιάστατο χώρο συγχώρεση υπάρχει. Στα επίπεδα, που βρίσκομαι εγώ τώρα- συγχώρεση, ως αυτοτελή ανεξάρτητη έννοια δεν υπάρχει, διότι ΔΕΝ χρειάζεται. Εδώ άλλα, πολύ ανώτερα πράγματα υπάρχουν. 

- Ποια; 
- Εδώ υπάρχει μόνο η Αγάπη, Διόστρατε, και επειδή η Αγάπη περιέχει τα πάντα, μέσα σ' όλα αυτά υπάρχει η συγχώρεση, σαν λεπτομέρεια. Ότι είναι λεπτομέρεια εκεί, σε μας είναι βασικότατο, θεμελιώδες πράγμα εδώ. Επειδή η συγχώρεση έχει μεγάλη, πολύ μεγάλη σημασία εδώ - αυτή συνδέεται άρρηκτα με τον ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ. 

- Πρώτη φορά το ακούω αυτό, Σωκράτη... 
- Πουθενά δεν θα το ακούσεις αυτό, σου το λέω εγώ τώρα. Συγκεντρώσου λοιπόν. Η συγχώρεση συνδέεται με την κίνηση του χωροχρόνου. Συγχώρεση είναι στην ουσία αποδοχή, στο νοητικό και ψυχικό σου χώρο, κάποιου άλλου, ασχέτως του ποιος είναι αυτός ο κάποιος άλλος, ασχέτως του λάθους που αυτός διέπραξε. Εδώ είσαι στοιβαγμένος στον χώρο και τον χρόνο. Το νοητικό σου "είναι" και το ψυχικό σου "είναι", επίσης, είναι στοιβαγμένα στον χωροχρόνο, δηλαδή στην κάποια έκταση και κάποια διάρκεια. Άρα - εδώ έχεις κάποια σύνορα. Εδώ είσαι "Εγώ", που έχει όρια, για να ξεχωρίζει από τα άλλα "Εγώ". Το "Εγώ" σου έχει συνεπώς και έκταση = χώρο και διάρκεια = χρόνο. Π.χ. ένας σε κακοκάρδισε, σε πρόσβαλλε, σε ταπείνωσε, σε πρόδωσε, σε πλήγωσε στο υλικό χωροχρονικό επίπεδο που βρίσκεσαι. Ποια είναι η πρώτη σου αντίδραση; 

- Κατάλαβα, Σωκράτη. Η πρώτη μου αντίδραση είναι αντίδραση της απόρριψης, της μη αποδοχής αυτού του προσώπου. 
- Σωστά. Είναι αντίδραση της έξωσης από τον νοητικό και ψυχικό σου χώρο αυτού του προσώπου. Συγχώρεση είναι μια υπέρβαση του πόνου και της οργής. Είναι υπέρβαση του οποιουδήποτε αρνητικού αισθήματος προς τον πληγώσαντα εσένα ατόμου και αποδοχή του στον χώρο και τον χρόνο σου. Κατάλαβες; 

- Τώρα το κατάλαβα. 
- Το «κατάλαβα» δεν φτάνει, Διόστρατε. Χρειάζεται και κάτι άλλο. 

- Α! Κατάλαβα! Χρειάζεται: γνώση= υπέρβαση αγραμματοσύνης, μόρφωση= υπέρβαση της ενδογενούς αγριότητας, καρδιά και αίσθημα= υπέρβαση της κακίας. 
- Πολύ κοντά βρίσκεσαι στην ρίζα, αλλά ακόμη δεν την ακούμπησες, Διόστρατε! Προσπάθησε κι άλλο! Μη με απογοητεύεις! 

- Η ... Αγάπη ... Σωκράτη; 
- Τι μου ψιθυρίζεις την Ιερότερη Λέξη των λέξεων, Διόστρατε; Φώναξέ την δυνατά και μην ντρέπεσαι : Η ΑΓΑΠΗ!!! 

- Η ΑΓΑΠΗ!!! 
- Ναι, Διόστρατε! Η Αγάπη χρειάζεται! Δεν μπορείς να αποδεχτείς κανέναν στον χώρο και στον χρόνο σου χωρίς την Αγάπη! Και να έχεις όλα τα υπόλοιπα... γνώση, μόρφωση, καρδιά και αισθήματα χωρίς της Αγάπη, δεν κάνεις απολύτως τίποτα! Θα είναι μόνο παιχνίδια του νου! Όποιος δεν αγαπά, δεν μπορεί να συχωρέσει και ας λέει ότι θέλει και δεν θέλει - θα ψεύδεται. Θα κοροϊδεύει τον εαυτό του και τους άλλους. Σε συγχωρώ = σε αποδέχομαι πάλι στον χώρο και τον χρόνο μου, σε αποδέχομαι πάλι στο είναι μου, διότι γνωρίζω, διότι είμαι μορφωμένος, διότι έχω καρδιά και αισθήματα, διότι όλα αυτά που τα έδωσε η ΑΓΑΠΗ, που λύνει το οποιοδήποτε πρόβλημα και ξεπλένει την οποιαδήποτε βρωμιά! Αυτή είναι η επιστήμη της συγχώρεσης! Η επιστήμη ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!!! 


Πληροφορίες:
Εικονικός Διάλογος Σωκράτη-Διόστρατου: 
Ένα όμορφο μήνυμα που έλαβα- δυστυχώς δίχως πηγή...- όπου σε μορφή διαλόγου ανάμεσα στο Σωκράτη και το Διόστρατο, ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος φέρεται να μιλά για την Επιστήμη της συγχώρεσης, την "τριαδικότητα" του ανθρώπου και... το χωροχρόνο. 
Read more: vickytoxotis.blogspot.com


http://lampaterre.blogspot.gr/2014/06/blog-post_18.html

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Ομηρικός Ύμνος εις Αθηνά


 Την ένδοξη θεά Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ
την γλαυκομμάτα πάνσοφη με την αμείλικτη καρδιά
την σεβαστή παρθένα πολιούχο την αντρειωμένη
την Τριτογένεια, που μόνος του ο Ζεύς ο συνετός τη γέννησε
απ' το σεπτό κεφάλι του, με πανοπλία πολεμική
χρυσή αστραφτερή· και σέβας όλους τους αθάνατους κυρίεψε
καθώς την είδανε· κι αυτή μπρος στον ασπιδοφόρο Δία
με βία πετάχτηκε απ' το αθάνατο κεφάλι του
τ' ακόντιό της σείοντας το οξύ· τότε ο ψηλός τραντάχτηκε Όλυμπος
φριχτά απ' την οργή της γλαυκομάτας, και η γή τριγύρω
βούιξε φοβερά, κι ανακινήθηκεν ο πόντος
απ' ολοπόρφυρα κύματα ταραγμένος ενώ το αλμυρόνερο ξεχύθηκε
αιφνίδια· κι ο λαμπρός γιός του Υπερίωνα σταμάτησε
τους ίππους τους γοργόποδους πολύ καιρό, ωσότου η κόρη
απ' τους αθάνατούς της ώμους πέταξε τα θεϊκά της όπλα
η Αθηνά η Παλλάς· και χάρηκε ο πολύνοος Ζεύς.

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟ


Πως ακούμπησες άπραγα το δόρυ;
Τη φοβερή σου περικεφαλαία
βαριά πως γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;
Ποιος πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,
για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι
δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;
Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη
του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;
Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχει
καρφωμένη μια πίκρα την Παλλάδα.
Ω! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχει …

Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη
ή νεκρή μέσ’ στο μνήμα και την όλη
του τότε και του τώρα, ωϊμένα! Ελλάδα;
Κωστής Παλαμάς

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Έρως Φτερωτός....

Έρως - Chaudet

Οι άνθρωποι ονόμασαν τον Έρωτα φτερωτό διότι έχει φτερά
οι θεοί τον ονόμασαν έτσι διότι έχει την δύναμη να δίνει φτερά
ΠΛΑΤΩΝ

Psyche et L'Amour William Borguerau
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...