Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Προμηθέας και Αθηνά





                     
 του Νίκου Λυγερού


Σκηνή 1
Προμηθέας και Αθηνά

Προμηθέας: Αθηνά! Χρόνος. Ο πατέρας σου διέπραξε ένα έγκλημα!
Αθηνά: Τώρα παίρνεις το δικαίωμα να κρίνεις τον θεό των θεών; Χρόνος. Όποιος και να ‘σαι Τίτανε κανένας δεν σου το έδωσε.
Προμηθέας: Είμαι εκείνος που ξέρει κι είναι η αδικία του πατέρα σου που μ’ έδωσε αυτό το δικαίωμα. Αθηνά: Ξέρεις μόνο ότι δημιουργούν οι θεοί. Η γνώση σου δεν είναι εξουσία.
Προμηθέας: Το ξέρω! Κι είναι η αιτία της παρουσίας μου.
Αθηνά: Αναγνωρίζω τη δύναμη της σκέψης σου. Χρόνος. Λοιπόν, ποιο έγκλημα διέπραξε κατά την άποψή σου;
Προμηθέας: Ο Δίας στέρησε από την ανθρωπότητα το δώρο της φωτιάς.
Αθηνά: Η ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα, μόνο αυτήν τη λέξη έχεις στο στόμα σου.
Προμηθέας: Για όλες τις άλλες, η σιωπή φτάνει. Σιωπή.
Αθηνά: Δεν δίδαξες τους ανθρώπους όλες τις τέχνες και τις επιστήμες που σου παρέδωσε τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη ναυτιλία, την αρχιτεκτονική και την ιατρική;
Προμηθέας: Όλα αυτά δεν είναι τίποτα δίχως τη φωτιά! Χρόνος. Δίχως τη φωτιά, η ύπαρξη τους δεν θα ήταν ζωή.
Αθηνά: Προμηθέα, τι σημασία έχει η ζωή των ανθρώπων για σένα; Είσαι ο σοφότερος των 7 Τιτάνων, τότε για ποιο λόγο να τους βοηθήσεις;
Προμηθέας: Είμαι υπεύθυνος όλων απέναντι σε όλα!
Αθηνά: Τότε θα είσαι ένοχος για όλα απέναντι σε όλους! Χρόνος. Η μεγαλοψυχία σου θα σε καταστρέψει!
Προμηθέας: Το είδα στο μέλλον.
Αθηνά: Τότε γιατί να θυσιάσεις τη νοημοσύνη σου γι αυτούς;
Προμηθέας: Η νοημοσύνη είναι η πάλη της ανάγκης εναντίον της τύχης.
Αθηνά: Ποιά τύχη; Οι άνθρωποι είναι το δημιούργημα του Δία!
Προμηθέας: Κι η αλήθεια να ήταν δεν θ άλλαζε τίποτα. Χρόνος. Οι άνθρωποι δεν έχουν καμιά ανάγκη τον Δία. Δεν επιθυμούν τίποτα άλλο παρά να ζήσουν. Ο Δίας είναι που έχει ανάγκη τους ανθρώπους. Σιωπή. Τι αξίζει ένας θεός δίχως ανθρώπους;
Αθηνά: Μια μεγαλοφυΐα. Χρόνος. Με την οργή σου ξεχνάς ότι είμαι θεά;
Προμηθέας: Δεν ξεχνώ τίποτα, Αθηνά! Και θυμάμαι τη γέννησή σου.
Αθηνά: Αυτό δεν σου δίνει κανένα δικαίωμα!
Προμηθέας: Κι όμως μέσα στο βλέμμα μου παραμένεις μία αιώνια κόρη. Χρόνος. Γεννήθηκα με τον χρόνο.
Αθηνά: Και θα πεθάνεις μ αυτόν!
Προμηθέας: Κάθε δημιουργία θέλει και μια θυσία. Είναι το πεπρωμένο των δημιουργών.
Αθηνά: Τι περιμένεις από μένα, Προμηθέα;
Προμηθέας: Να μ’ αφήσεις ν’ ανεβώ κρυφά στον Όλυμπο.
Αθηνά: Η τόλμη σου δεν έχει όρια!
Προμηθέας: Η τόλμη μου δεν είναι τίποτα δίπλα στη δυστυχία των ανθρώπων.
Αθηνά: Μα ζεις μόνο γι αυτούς; [Χρόνος] Δεν βλέπεις πως είναι εφήμεροι;
Προμηθέας: Όντως η ανθρωπότητα είναι ο μοναδικός λόγος της ζωής μου. Κι επειδή είναι εφήμεροι νιώθω την ανάγκη να την προστατέψω.
Αθηνά: Κι εγώ τι θ’ απογίνω;
Προμηθέας: Τι είδους προστασία μία θεά σαν εσένα θα είχε ανάγκη;
Αθηνά: Την προστασία που αναζητά κάθε γυναίκα από έναν άντρα. Σιωπή. Μήπως έχασες την προνοητικότητά σου;
Προμηθέας: Πώς η σκέψη μου θα μπορούσε να επιτρέψει ένα τέτοιο αίσθημα;
Αθηνά: Κι όμως η δικιά μου η σκέψη το μπόρεσε!
Προμηθέας: Η νοημοσύνη είναι ένα πάθος κι η ανθρωπότητα το αντικείμενό της.
Αθηνά: Μόνο που αυτό το πάθος είναι βάσανο.
Προμηθέας: Τότε θα είναι η απόδειξη της ύπαρξής μου!
Αθηνά: Μα Προμηθέα πρόκειται για τη ζωή. Χρόνος.Σου προτείνω την αθάνατη ζωή.
Προμηθέας: Δίχως την ανθρωπότητα, η ζωή μου δεν θα είχε νόημα. Ποια είναι η αξία της αθανασίας, αν είναι να ζήσεις μες στο μηδέν;
Αθηνά: Είσαι ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος!
Προμηθέας: Δεν είναι τον άνθρωπο που πρέπει να κάνουμε θεό μα ο θεός να γίνει ανθρώπινος.
Αθηνά: Κάθε σου λέξη και μια δυστυχία για σένα. Θα υποφέρεις για κάθε μία.
Προμηθέας: Είμαι πρόθυμος να υποφέρω για κάθε άνθρωπο.
Αθηνά: Το ξέρω [Σιωπή] Μα ποιος άλλος θα το μάθει;
Προμηθέας: Δεν έχει σημασία. Σιωπή. Θα με βοηθήσεις ν’ ανεβώ κρυφά στον Όλυμπο;
Αθηνά: Θα το κάνω για την αγάπη.
Προμηθέας: Την αγάπη της ανθρωπότητας;
Αθηνά: Όχι, θα το κάνω για κείνον που αγαπά την ανθρωπότητα!


Σκηνή 2
Ανθρωπότητα
Το χάος
εσύ ο πρώτος
το τρόμαξες
με φως.
Το χάος θέλησε
να σε κατασπαράξει
αλλά εσύ
ακόμα και πληγωμένος
το φώτισες
και χάθηκε
στο μηδέν.
Κάποτε στις Κυκλάδες
το φως έγινε μάρμαρο
και το μάρμαρο άγαλμα
μα τούτο δεν τόλμησε
να κατακτήσει τον κόσμο
είχε διπλωμένα τα χέρια
σαν φυλακισμένο φως
σημάδι του πεπρωμένου σου.


Πόσοι ξέρουν ότι η θάλασσα είναι φωτεινή
από τότε που ναυάγησε ο ήλιος
βλέποντας τα βάσανά σου
κι ότι η γεύση της αρμύρας
που αφήνει η θάλασσα στα χείλη
είναι κομμάτια ήλιου;


Ένας ήσουν
μόνο ένας
στην αρχή.
Κι είχες μια σπίθα
μέσα στην πυγμή
τη φωτιά,
το κομμάτι της ημέρας στη νύχτα.


Ήταν μεγάλο το δώρο, ήταν πικρό το βάσανο.
Ο δεσμός σου με την ανθρωπότητα
τα δεσμά σου.
Κι εσύ ο πρώτος ένιωσες
το βάρος του φωτός.


Ο υπεράνθρωπος,
ο φωτοπλάστης,
ο ανθρώπινος δημιουργός
έγινες σκλάβος
της ανθρωπότητας.


Τους έδωσες να πιουν το φως
κι άλλαξες την ύπαρξη των ανθρώπων
τους χάρισες τη ζωή.
Μα ποιος την ήθελε
ποιος είδε τη θυσία σου
ποιος την κατάλαβε;


Ο μύθος σου,
ακρόπολη της νοημοσύνης,
είναι μια σύνθεση
που λίγοι μπορούν ν ακούσουν
μια μουσική της σιωπής.


Ίκαρος
στον πέτρινο ουρανό δεμένος
δαίδαλος
στον λαβύρινθο της σκέψης κλεισμένος.
Το δαδί σου, θεϊκή πυγμή
και πληγή δοξαστική,
το κορμί σου θεϊκή μορφή
και πληγή ανθρώπινη.


Η εκδίκηση της λήθης.


Οι άνθρωποι ξέχασαν το φως σου
και βρήκαν μόνο τη φωτιά.
Ξέχασαν ότι το φως
είναι το μάρμαρο του ήλιου.


Οι άνθρωποι έκαψαν το φως.
Πάνω στην άμμο τη λευκή
έχυσαν τον πόνο
και μια μοναδική στιγμή
έσπασε τον χρόνο.


Ακρωτηριάζοντας το άτομο
πλήγωσαν την ανθρωπότητα
κι η σκέψη της
ο θεός
θέλησε ν’ αυτοκτονήσει
βλέποντας τον ουρανό
να δαγκώνει τη γη.


Η λάμψη της έκρηξης
έδειξε το σκοτάδι,
τον δρόμο του Άδη.


Τότε ακούστηκε η πρώτη κραυγή
των νεκρών
της φωτιάς τα θύματα,
τα ουράνια στίγματα.


Τότε άρχισε η πρώτη πάλη
με το μαύρο ατσάλι.


Ο θρήνος της ειρήνης.


Η απειλή της σκιάς
απλώθηκε
πάνω στις ψυχές
κι έκλεισε
τα βλέφαρα
της αθωότητας.


Το φως που μας χάρισες
με τη θυσία σου
ήταν μοναδικό
και το χάσαμε.


Η φωτιά για να ζήσει
θέλει νεκρούς πολλούς.
Πρέπει να σβήσει
για να ξαναδούμε το φως
το φως σου, Προμηθέα!


Στον τόπο των χαμένων ονείρων
δεν υπάρχουν πια κυπαρίσσια
ευκάλυπτοι και πεύκα
παρά μόνο ποτάμια λύπης
και παραπονεμένα λόγια.


Όμως ανάμεσα στα ερείπια του κόσμου
λάμπουν οι σπασμένες ομορφιές.


Στα καλντερίμια της ζωής
στα πέτρινα κύματα
έπεσαν
τ’ άπιαστα βήματα
μιας αρχαίας ψυχής.


Μια χούφτα φωτός
πάνω στο σώμα
έγινε
της ελευθερίας το πέλαγος,
της ανάγκης το χρώμα.


Δεν υπάρχει φωτιά μονάχα φως.
Ήπιες όλα τα δάκρυα του κόσμου
και με την πληγή σου
έπλασες τη θάλασσα
τη γη μας.


Κι ύστερα
μετά τον θάνατο
της αιωνιότητας
και την ανάσταση
της ημέρας
πριν το κόψει σε μιαν αρχαία αγορά
κάποιο χέρι
μια Κυριακή,
σαν πασχαλιά
θα ξανανθίσει
ο κόσμος.


Σκηνή 3
Προμηθέας και Αθηνά
Αθηνά: Ήταν λοιπόν ο έσχατος σου στόχος να παραμείνεις δεμένος πάνω σ’ αυτόν τον βράχο, ξεχασμένος από όλους;
Προμηθέας: Αν προσπαθείς να μ’ ανακουφίσεις με τούτα τα λόγια μάθε πως το κορμί μου συνήθισε τα νύχια του γύπα.
Αθηνά: Ακόμα και πληγωμένος με δεσμά, το πνεύμα σου είναι πάντα αυθάδες.
Προμηθέας: Είναι την υποταγή στους θεούς που θεωρείς αρμόζουσα; Χρόνος. Τα δεσμά δεν μπορούν να εμποδίσουν την ελευθερία του πνεύματος.
Αθηνά: Κι όμως κατάφεραν να εξαναγκάσουν τη ζωή σου στα βάσανα της σιωπής.
Προμηθέας: Η ζωή μου είναι το μέτρο του χρόνου και το έργο μου, η ζωή των ανθρώπων.
Αθηνά: Πρέπει να σβηστεί αυτή η υπερβολή που ‘ναι χειρότερη κι από την πυρκαγιά: δεν είσαι τίποτα για τον χρόνο, είσαι όλα για τους ανθρώπους μόνο που δεν το ξέρουν. Το έργο σου δεν είναι παρά ένα κερί που καίει μες το μηδέν.
Προμηθέας: Η δημιουργία των θεών δεν είναι η μεγαλύτερη υπερβολή. Χρόνος. Δεν είναι τίποτα για τους ανθρώπους μα εκείνοι δεν το ξέρουν. Η δύναμη των θεών προέρχεται από τους ανθρώπους, η αδυναμία των ανθρώπων προέρχεται από τους θεούς.
Αθηνά: Κάθε λόγος σου είναι μια καταδίκη! Σιωπή. Σε ικετεύω, σώπασε Προμηθέα.
Προμηθέας: Όσο θα ζει η γλώσσα μου, θα εκφράζει τη σκέψη του φωτός!
Αθηνά: Σκέψου όμως και τις γλώσσες των μαθητών σου που θα κόψουν οι άνθρωποι για να μην ακούσουν πια το φως!
Προμηθέας: Άλλη σκέψη δεν υπάρχει στο πνεύμα μου! Τους σκέφτομαι και γι’ αυτό μιλώ έτσι. Διότι είμαι υπεύθυνος.
Αθηνά: Οι θνητοί σαν τους θεούς αγαπούν την εξουσία.
Προμηθέας: Οι θνητοί στην υπηρεσία των θεών. Φοβάσαι μήπως οι μαθητές ξεπεράσουν τους δασκάλους;
Αθηνά: Σώπα, σώπα, σε ικετεύω. Μη με τυραννάς κι εσύ.
Προμηθέας: Τι έπαθες Αθηνά; Χρόνος. Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;
Αθηνά: Ο Ολύμπιος με κατηγόρησε ως ερωμένη σου.
Προμηθέας: Ο Δίας, ο ίδιος ο πατέρας σου!
Αθηνά: Ναι, ναι.
Προμηθέας: Έτσι η εκδίκηση δεν του έφτανε του χρειαζόταν και η δικαιολογία.
Αθηνά: Τον ενοχλούσε να ομολογήσει την εκδίκηση του και διέδωσε τη φήμη ότι σ’ άφησα ν’ ανεβείς κρυφά στον Όλυμπο εξαιτίας μιας μυστικής ερωτικής σχέσης.
Προμηθέας: Πώς τόλμησε;
Αθηνά: Δεν έχει σημασία. Οι άλλοι θεοί τον πίστεψαν.
Προμηθέας: Αυτό δεν πρέπει να σε πειράζει. Η συκοφαντία δεν μπορεί να σ’ αγγίξει. Είσαι τόσο αγνή Αθηνά.
Αθηνά: Εσύ είσαι αγνός, Προμηθέα. Σιωπή. Στην γέννησή μου, ήσουν το πρώτο ανθρώπινο ον που μπόρεσα να δω. Σιωπή. Προμηθέα, είσαι ο πρώτος άνθρωπος.
Προμηθέας: Αθηνά είσαι η μοναδική θεά με την οποία μπόρεσα να θαυμάσω τη δημιουργία της.
Αθηνά: Τα δεσμά του παρελθόντος κι ας είναι μοναδικά, δεν είναι τίποτα δίπλα στον γόρδιο δεσμό του μέλλοντος. Σιωπή. Διότι το μέλλον, το γνωρίζω κι εσύ το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;
Προμηθέας: Είναι η αλήθεια, τα πεπρωμένα μας είναι δεμένα με το μέλλον.
Αθηνά: Τότε άφησέ με να σ’ αγαπήσω στο παρόν.
Προμηθέας: Πώς θα μπορούσες ν αγαπήσεις τη μοναξιά του βράχου;
Αθηνά: Κάθε σημάδι πάνω σ’ αυτό το βράχο είναι ένα σύμβολο του μύθου της νοημοσύνης. Σιωπή. Του μύθου σου Προμηθέα. Χρόνος. Πώς θα μπορούσε η θεά της σοφίας να μη σ’ αγαπήσει;
Προμηθέας: Τότε ξέρεις τον κίνδυνο που περιέχει αυτός ο μύθος.
Αθηνά: Είναι η αλήθεια ότι η καθολικότητα της μεγαλοφυΐας σου φοβίζει τον θεό των θεών. Χρόνος. Είναι η αιτία του βδελυρού μαρτυρίου σου.
Προμηθέας: Δεν είναι τόσο το ον μου που φοβάται παρά το έργο μου και την επίδρασή του στην ανθρωπότητα. Σιωπή. Όμως το έργο δημιουργεί το ον κι όχι το αντίθετο. Ποια άραγε γυναίκα θα μπορούσε ν’ αγαπήσει έναν άνθρωπο που μπορεί ν’ αγαπήσει μόνο την ανθρωπότητα;
Αθηνά: Γυναίκα καμιά έχεις δίκιο. Χρόνος. Μόνο μια θεά θα μπορούσε.
Προμηθέας: Όμως ποια θεά θα καταλάβαινε τη θυσία μου;
Αθηνά: Θεά γεννημένη μες στη σκέψη.
Προμηθέας: Ποιος θα ήταν ο λόγος της αγάπης της;
Αθηνά: Τι σημασία ο λόγος: Με τα βάσανά σου έγινες ίσος θεού!
Προμηθέας: Όχι! Αν ήμουν θεός, θ’ αυτοκτονούσα για να ελευθερώσω την ανθρωπότητα!
Αθηνά: Μη μιλάς έτσι, αγάπη μου. Χρόνος. Τέτοια λόγια φοβίζουν τους θεούς.
Προμηθέας: Κάνεις λάθος Αθηνά. Αν με καταδίκασαν σ’ αυτό το μαρτύριο είναι γιατί φοβούνται ότι η παρουσία μου μόνο θα εξαπολύσει μια αντίδραση.
Αθηνά: Ποιαν αντίδραση;
Προμηθέας: Τη σκέψη της ανθρωπότητας!
Αθηνά: Είναι παράλογο η ανθρωπότητα δεν μπόρεσε ποτέ να σκεφτεί από μόνη της.
Προμηθέας: Κατά τη θρησκεία των θεών! Σιωπή. Το αντίθετο θα ήταν παραβίαση.
Αθηνά: Κάποτε η σοφία είναι ο αντίπαλος της μεγαλοφυΐας. Διότι αντιπροσωπεύει την απόλυτη κυριαρχία του γνωστού κόσμου, ενώ η μεγαλοφυΐα ανακαλύπτει το άγνωστο.
Προμηθέας: Κάθε ανακάλυψη είναι μια ανατροπή.
Αθηνά: Μόνο που τώρα πρόκειται για την ουσία της ύπαρξής μας! Διότι αυτό που ανακάλυψες είναι ο θάνατός μας!
Προμηθέας: Το λυκόφως των θεών προηγείται της χαραυγής της ανθρωπότητας.
Αθηνά: Το τέλος της αιωνιότητας θα γεννήσει την ημέρα. Σιωπή. Έκλεψες τη φωτιά για να χαρίσεις το φως!
Προμηθέας: Ήταν μια ανάγκη!
Αθηνά: Μα γιατί;
Προμηθέας: Ο μόνος ανθρώπινος θεός είναι η σκέψη της ανθρωπότητας!


Σκηνή 4
Ανθρωπότητα
Με τα βάσανά σου γεννήθηκε η θεϊκή τύψη.
Κάθε νύχτα κι ένας καινούργιος πόνος
κάθε μέρα κι ένας καινούργιος ήλιος.
Όλα ήταν ένα πάθος
μιαν ανάγκη
μιαν ορμή
κι έγιναν ένα λάθος
και
μια κόκκινη οργή.
Πάνω στο βράχο της ξενιτιάς
στον Παρθενώνα της αλήθειας
στον Άρειο πάγο της αδικίας
αθάνατε Τίτανε
έγινες
ο πρώτος άνθρωπός.
Ο Αχιλλέας της αθανασίας
και της ανθρώπινης γενιάς,
ο Οδυσσέας της τιτανομαχίας
και του ακίνητου ταξιδιού.
Σ΄ εξόρισε
στα πέρατα της γης
η εξόργιση της εξουσίας°
έπεσε πάνω
στης γνώσης την αστραπή
της δύναμης ο κεραυνός.
Τα μάτια σου πήραν το χρώμα του ήλιου.
Δεμένος και μισημένος
εσύ, Προμηθέα,
ο πρώτος άνθρωπος
έλυσες
το αίνιγμα της φλόγας
εσύ, Προμηθέα,
ο πρώτος άνθρωπος
άναψες
το λυκόφως των θεών
σπάζοντας
τα αόρατα τείχη
της γνώσης.
Όλα είναι ένα.
Δίνοντας τον αγώνα
της δημιουργίας
ο μύθος σου έσπασε
και την αιωνιότητα.
Καλοκαίρι κατάλευκο
ο δεσμός σου,
χειμώνας κατάμαυρος
τα δεσμά σου.
Μα η σκέψη σου
δεν γνωρίζει
συμβιβασμούς
μόνο τόλμη.
Το φως έπεσε πάνω σε τούτη τη γη.
Κι η θάλασσα κι ο ουρανός
έσμιξαν
με τη γενιά της φωτιάς.
Η σκιά σου
υπάρχει
μόνο και μόνο
για να δείξει
που βρίσκεται
το φως σου.
Το πάθος σου,
το απόσταγμα
της ανθρωπότητας.
Φώτισες τον ωκεανό του αγνώστου
και τη μαύρη σου μοίρα,
ξέσπασες στην ερημιά της σκέψης
μ όλη σου τη δύναμη
και δημιούργησες
ένα καινούργιο φαινόμενο:
της νοημοσύνης το θαύμα:
τον αλτρουισμό°
μιαν άλλην ύλη
μιαν άλλην ενέργεια :
το ελεύθερο πνεύμα.
Η αναζήτηση της αλήθειας
πιο ακριβή
κι από την αλήθεια.
Κοντά στον ήλιο
εκεί στα ύψη
είδες
μόνο την ουσία
την έννοια της ζωής.
Και με τις γνώσεις σου
μας έδειξες
ότι κάθε πέτρα
είναι μια ιδέα
και κάθε μάρμαρο
μια σπασμένη μνήμη.
Τίποτα δεν ξεχνά ο ήλιος της δικαιοσύνης,
τίποτα δεν φοβάται η τόλμη της ρωμιοσύνης.
Με τη στάχτη του φωτός
στο βλέμμα
κοίταξες τη φωτιά
του κόσμου
κι είδες
μες στη μνήμη του μέλλοντος
το πρόσωπο
της ανθρωπότητας.
Ήλιε μας,
αν δεν υπήρχες
αιώνια
θα ήταν η νύχτα μας.
Εσύ, ο πρώτος
μας έμαθες
πως κάθε ιστορία των ανθρώπων
είναι ένας μοναδικός στύλος
που βαστά ένα μέρος
της συλλογικής μας
Μνήμης.
Εσύ,
Σωκράτη της τόλμης
αυτοκτόνησες
ατέλειωτες φορές
για να ζήσουμε πάλι
κάθε στιγμή
της ζωής μας.
Διότι την ίδια στιγμή
δύο φορές δεν ζεις.
Μας έδειξες
ότι κάθε στιγμή
είναι ένα κομμάτι
αθανασίας
ενώ
η αθανασία
είναι μόνο
στιγμές.
Και μετά το πάντα
των θεών
και το όνειρο
των θνητών,
μετά το λυκόφως
των ειδώλων
θα ‘ρθει
η χαραυγή
των ανθρώπων
και μαζί της
ο ήλιος
της δικαιοσύνης.
Μες στη φωτιά
του παρόντος
είδες το φως
του μέλλοντος.
Μες στο όνειρο
των ανθρώπων
είδες
την ύπαρξη
της ανθρωπότητας.
Προμηθέα,
είσαι εκείνος
που δεν
ξεχνά
το αύριο,
μέσα
στο κατεχόμενο παρόν,
είσαι
το εγκλωβισμένο μέλλον


Σκηνή 5
Προμηθέας και Αθηνά
Προμηθέας: Ήρθες και πάλι Αθηνά;
Αθηνά: Ποτέ δεν θα μπορούσα να σ εγκαταλείψω, Προμηθέα. Χρόνος. Ξέρεις ότι τα μέλλοντά μας είναι δεμένα.
Προμηθέας: Μα αυτοί οι δεσμοί δεν είναι δεσμά! Σιωπή. Θα είσαι πάντα ελεύθερη Αθηνά.
Αθηνά: Την αγάπη μου σου χάρισα, όχι την ελευθερία μου.
Προμηθέας: Και μπόρεσα να σου δώσω μόνο τη θυσία μου!
Αθηνά: Από τα βάσανά σου γεννήθηκαν οι τύψεις των θεών.
Προμηθέας: Ποτέ δεν ζητιάνεψα τον οίκτο τους!
Αθηνά: Κανένας δεν μπορεί να σε κατηγορήσει για τούτο. Η ζωή σου είναι ένα δώρο, δεν ξέρεις να δέχεσαι μόνο να δίνεις.
Προμηθέας: Κι είσαι η μόνη που το καταλαβαίνει. Χρόνος. Ο Ηρακλής μου είπε.
Αθηνά: Μη λες τίποτα αγάπη μου! Χρόνος. Δεν μου χρωστάς τίποτα, σου τα χρωστώ όλα!
Προμηθέας: Κι όμως εσύ μου χάρισες αυτό το πέτρινο δακτυλίδι! Σιωπή. Μετέτρεψες την καταδίκη μου σε πολύτιμη πέτρα.
Αθηνά: Η αξία της πέτρας δεν είναι τίποτα σε σχέση με τον βράχο του μύθου σου.
Προμηθέας: Είναι όμως η ουσία της για τον Ολύμπιο.
Αθηνά: Δεν είναι παρά το στρατήγημα μιας γυναίκας έτοιμης για όλα, για να σώσει την αγάπη της.
Προμηθέας: Άλλαξες με τον χρόνο, έγινες...
Αθηνά: Πιο ανθρώπινη; Χρόνος. Δεν είναι οι 13 γενεές του χρόνου που μ’ άλλαξαν. Είναι η γνωριμία μου με τον πρώτον άνθρωπο που μετέτρεψε τη ζωή μου. Ζω μόνο από εκείνη τη στιγμή και δεν ζω παρά μόνο για εκείνη τη στιγμή!
Προμηθέας: Το εφήμερο είναι η αρχή της αιωνιότητας της στιγμής.
Αθηνά: Μόνο που χρειάστηκε η νοημοσύνη σου για να το ανακαλύψουμε. Χρόνος. Ακόμα και η απόλυτη γνώση δεν είναι τίποτα δίχως την εξήγηση της μεγαλοφυΐας.
Προμηθέας: Δεν φοβάσαι να το μάθει ο Δίας ότι ήρθες στον Καύκασο, στην άκρη του ουρανού και της θάλασσας;
Αθηνά: Τώρα που γνωρίζω την χαραυγή, δεν φοβάμαι πια το λυκόφως!
Προμηθέας: Πρόσεχε Αθηνά, διότι το λυκόφως των θεών θα κρατήσει ακόμα πολλούς αιώνες.
Αθηνά: Από εκείνη τη στιγμή, οι αιώνες δεν είναι τίποτα πια. Θα περιμένω τη χαραυγή της ανθρωπότητας.
Προμηθέας: Δεν φοβάσαι πια τους θνητούς, το δημιούργημα του Δία;
Αθηνά: Τι είναι οι θνητοί του Δία μπροστά στους ανθρώπους του Προμηθέα;
Προμηθέας: Η άγνοια μπροστά στη γνώση της άγνοιας!
Αθηνά: Όχι, ένα μόνο πράγμα φοβάμαι, τη σφαγή των αθώων. Χρόνος. Πόσα δαδιά πρέπει να καούν για να ξυπνήσει η ανθρωπότητα;
Προμηθέας: Κάθε φωτιά θα φέρει το φως της στην ανθρωπότητα! Σιωπή. Το φως θα γεννηθεί από τη φωτιά.
Αθηνά: Πως ν’ αντέξουμε όλες αυτές τις θυσίες;
Προμηθέας: Σαν μια ανάγκη. Η ανθρωπότητα θα γεννηθεί από τις στάχτες της φωτιάς.
Αθηνά: Άρα το βάσανο σου δεν ήταν παρά το σύμβολο αυτής της ανάγκης;
Προμηθέας: Το πρώτο όραμα της πάλης της ανάγκης εναντίον της τύχης.
Αθηνά: Το πεπρωμένο της νοημοσύνης!
Προμηθέας: Όχι, ο μύθος της!
Αθηνά: Για κάθε μέρα που ζήσαμε μες στη θρησκεία των θεών, θα εξιλεωθεί μία φωτιά.
Προμηθέας: Και κάθε φωτιά θα δώσει τη μέρα στην ανθρωπότητα.
Αθηνά: Εισχωρώντας στο μισοσκόταδο της νύχτας, πλησιάζουμε τη μέρα που θα ξημερώσει ο κόσμος.
Προμηθέας: Και κάθε μία από τις ομορφιές που έσπασε ο χρόνος θα είναι το αρχικό στοιχείο του καινούργιου κόσμου.
Αθηνά: Είναι σαν οι θεοί να είχαν γεννηθεί για να δώσουν ζωή στους ανθρώπους.
Προμηθέας: Πεθαίνοντας.
Αθηνά: Γεννηθήκαμε από τον πόθο των ανθρώπων να γίνουν αθάνατοι και πεθαίνουμε για να γίνουν οι θνητοί, άνθρωποι.
Προμηθέας: Ποια είναι η αξία ενός ονείρου αν δεν δώσει ζωή;
Αθηνά: Η ζωή ενός θεού. Χρόνος. Δεν είμαστε παρά ένα απέραντο όνειρο της ανθρωπότητας.
Προμηθέας: Αθηνά, είσαι το πιο όμορφο όνειρο της ζωής μου!
Αθηνά: Φοβάμαι όμως πως πρέπει να λήξει το όνειρο. Χρόνος. Φοβάμαι.
Προμηθέας: Από το όνειρό σου γεννήθηκε το όραμά μου!
Αθηνά: Όμως πρέπει να πεθάνει το όνειρο για να γίνει το όραμά σου πραγματικότητα Είμαι η φωτιά του φωτός σου.
Προμηθέας: Τότε, Αθηνά, θα καούμε μαζί μες στη σκέψη της ανθρωπότητας! 

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Όταν το παρελθόν είδε το μέλλον


Steve Vander Ark -Hogsmeade Station


Του Νίκου Λυγερού



Στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό)(Fullshot)(Flashback)
(Ένα κοριτσάκι που φαίνεται χαμένο πλησιάζει ένα μοναχό...)


 Αθανασία
Μήπως ξέρεις πότε θα περάσει το τρένο;

Φώτης
Δε θ' αργήσει τώρα... (Χρόνος) Μην ανησυχείς...

Αθανασία
Πώς το ξέρεις ότι ανησυχώ;

Φώτης
Δεν περιμένεις το χρόνο!

Αθανασία
Εσύ τον περιμένεις;

Φώτης
Εγώ ζω μαζί του...

Αθανασία
Πώς μπορώ να ζήσω κι εγώ μαζί του;

Φώτης
Πεθαίνοντας μαζί του...

Αθανασία
Πώς μπορώ να πεθάνω;

Φώτης
Είναι πολύ νωρίς ακόμα...

Αθανασία
Γιατί είναι νωρίς;

Φώτης
Δεν έμαθες ακόμα να υποφέρεις...

Αθανασία
Μα δε θέλω να υποφέρω...

Φώτης
Ούτε κι εγώ θέλω να υποφέρεις...

Αθανασία
Εσύ μπορείς να υποφέρεις για μένα;

Φώτης
Γι' αυτό ήρθα...

Αθανασία
Θα πάρεις κι εσύ το τρένο;

Φώτης
Όχι, πρέπει να μείνω εδώ...

Αθανασία
Μπορώ να καθίσω μαζί σου; (Κάθεται δίπλα του) Έχεις φίλους εδώ;

Φώτης
Είχα και θα έχω...

Αθανασία
Μα τώρα δεν έχεις;

Φώτης
Πρέπει να χτίσω μια γέφυρα πρώτα...

Αθανασία
Είσαι και πρωτομάστορας;

Φώτης
Όχι, μόνο η ύλη...

Αθανασία
Γιατί δε σε καταλαβαίνω όταν μου απαντάς;

Φώτης
Γιατί δε μου κάνεις ερωτήσεις!

Αθανασία
Τι παράξενος που είσαι! (ο Φώτης χαμογελά...) Αλλά είσαι τόσο καλός άνθρωπος...

Φώτης
Μόνο άνθρωπος είμαι...

Αθανασία
Γιατί είναι τόσοι λίγοι κι οι άλλοι τόσοι πολλοί;

Φώτης
Ακόμα κι ένα μοναδικό κερί φωτίζει το σκοτάδι...

Αθανασία
Πόση ώρα όμως;

Φώτης
Όσο αξίζει το φως.

Αθανασία
Κι αν δε θέλουμε να δούμε;

Φώτης
Τότε δεν πρέπει να παίρνουμε τρένα...

Αθανασία
Εμένα μ' αρέσουν τα ταξίδια...

Φώτης
Το ταξίδι σου όμως αρχίζει εδώ πάνω σ' αυτές τις γραμμές...

Αθανασία
Τι σου κάνουν δυο γραμμές! (Χρόνος) Σε πάνε από τη μια άκρη στην άλλη...

Φώτης
Ο κύκλος της ζωής...

Αθανασία
Και πού είναι ο θάνατος;

Φώτης
Όπου είναι η ζωή...

Αθανασία
Γιατί να ζήσω αν είναι να πεθάνω;

Φώτης
Γιατί να πεθάνεις αν είναι να ζήσεις;

Αθανασία
Ζεις εδώ μα δεν είσαι από εδώ.

Φώτης
Ήμουν από εδώ και θα είμαι από εδώ... (Χρόνος) Ο χρόνος είναι ένας τόπος χωρίς διαστάσεις...

Αθανασία
Ξέρεις, δε θέλω πια να πάρω το τρένο...

Φώτης
Και γιατί;

Αθανασία
Διότι έφθασα δίχως να φύγω...

Φώτης
Μόνο τ' ακίνητα ταξίδια μάς πάνε πραγματικά μακριά...

Αθανασία
Μ' αρέσει να ταξιδεύω μαζί σου...

Φώτης
Η πόλη σου είναι ένα ακίνητο ταξίδι...

Αθανασία
Θα σε προφθάσω πριν ξαναφύγεις...

Φώτης
Θα' μαι εδώ όταν με χρειαστείς... (Του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο)

Αθανασία
Τότε μπορώ να φύγω... (Χρόνος) Κι αν σε ξεχάσω;

Φώτης
Θα θυμάμαι για σένα...



(Flashback)




Τέλος

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Εις Ήλιον - ΄Υμνος Πρόκλου


Sunrise with the Chariot of Apollo - Charles de La Fosse.
Εισάκουσέ με, βασιλέα του νοητικού πυρός, Τιτάνα με τα χρυσά ηνία, 
εισάκουσέ με, χορηγέ του φωτός, 
βασιλέα, που ο ίδιος κρατάς το κλειδί της ζωογόνας  πηγής και διοχετεύεις από ψηλά πλούσιο ρεύμα αρμονίας στους Κόσμους της ύλης.
Εισάκουσέ με. Γιατί εσύ, που βρίσκεσαι στη μεσαία έδρα του αιθέρα και κατέχεις τον ολοφώτεινο δίσκο, την καρδιά του Κόσμου, γέμισες τα πάντα με τη δική σου πρόνοια που διεγείρει τον νου. 
Ζωσμένοι οι πλανήτες με τους αιώνιους πυρσούς σου, στέλνουν με τους αδιάκοπους και ακούραστους χορούς τους ζωογόνες σταγόνες στα επιχθόνια. 
Κάτω από τις επαναλαμβανόμενες πορείες του άρματός σου αναβλάστησε ολόκληρη η πλάση σύμφωνα μ την τάξη των Ωρών. 
Ο ορυμαγδός των ιόντων συγκρούονταν μεταξύ τους σταμάτησε μόλις εμφανίστηκες  από τον άρρητο γονιό σου. Μπροστά σου υποχώρησε ο ακλόνητος χορός των Μοιρών. 
Και ξανακλώθουν πάλι το νήμα  της άφευκτης ανάγκης, όταν θελήσεις. 
Γιατί ολόγυρα κυβερνάς, ολόγυρα βασιλεύεις με ισχύ. Από τη δική σου σειρά ξεπήδησε ο βασιλιάς του τραγουδιού που υπακούει στο θείο, ο Φοίβος. 
Ψάλλοντας θεόπνευστα τραγούδια με τη συνοδεία της κιθάρας ησυχάζει το μεγάλο κύμα της βαριόηχης πλάσης. 
Από τον δικό σου σωτήριο θίασο ξεπήδησε ο γλοικόδωρος Παιάνας και επέβαλε στον πλατύ κόσμο τη δική του υγεία, γεμίζοντας τον με άφθαρτη αρμονία. 
Εσένα υμνούν ως ξακουστό πατέρα του Διονύσου. Άλλοι πάλι στα τραγούδια σε εξυμνούν ως βακχικό Άττη στα απώτατα βάθη της ύλης και άλλοι ως όμορφο Άδωνη. 
Φοβούνται την απειλή του γοργού μαστιγίου σου οι αγριόψυχοι δαίμονες που βλάπτουν τους ανθρώπους και μηχανεύονται κακά για τις δύστυχες ψυχές μας, προκειμένου για πάντα μέσα στον πάτο της βαριόηχης ζωής να υποφέρουν πεσμένες στα δεσμά του σώματος και έτσι να ξεχάσουν την ολοφώτεινη αυλή του υψηλού πατέρα.
Εσύ όμως, άριστε των θεών, στεφανωμένε με πυρ, όλβιε δαίμονα, εικόνα του θεού που γέννησε τα πάντα, ανυψωτή των ψυχών, εισάκουσέ με και καθάρισέ με για πάντα από κάθε αμαρτία. 
Δέξου την πολυδακρισμένη ικεσία, σώσε με από τις ολέθριες κηλίδες, φύλαγε με μακριά από τις Ποινές καταπραΰνοντας το γρήγορο μάτι της Δικαιοσύνης που βλέπει τα πάντα. Με σωτήρια βοήθειά σου ας χαρίζεις για πάντα στην ψυχή μου το αλεξίκακο αγνό  φως, διαλύοντας τη φαρμακερή ομίχλη που καταστρέφει τους θνητούς. 
Χάρισε ακόμα την ακεραιότητα και την υγεία με τα λαμπρά της δώρα στο σώμα μου και οδήγησέ με στη δόξα, ώστε σύμφωνα με τους θεσμούς των προγόνων να καλλιεργώ τα δώρα των ωριοπλόκαμων Μουσών. 
Και δώσε μου, άναξ, αν θες, αδιατάρακτη ευτυχία για την λατρευτή ευσέβεια μου. Όλα μπορείς να τα κάνεις εύκολα. Γιατί έχεις ισχυρή και άπειρη δύναμη. Κι αν μας απειλεί κανένα κακό προερχόμενο από την άτρακτο [αδράχτι] της Μοίρας που περιστρέφεται ελικοειδώς κάτω από τα νήματα που κινούνται από τα άστρα, διώχνε το εσύ με τη μεγάλη φεγγοβολή σου. …….
Κλῦθι, πυρὸς νοεροῦ βασιλεῦ, χρυσήνιε Τιτάν,
κλῦθι, φάους ταμία, ζωαρκέος, ὦ ἄνα, πηγῆς
αὐτὸς ἔχων κληῖδα καὶ ὑλαίοις ἐνὶ κόσμοις
ὑψόθεν ἁρμονίης ῥύμα πλούσιον ἐξοχετεύων.
κέκλυθι· μεσσατίην γὰρ ἐὼν ὑπὲρ αἰθέρος ἕδρην
καὶ κόσμου κραδιαῖον ἔχων ἐριφεγγέα κύκλον
πάντα τεῆς ἔπλησας ἐγερσινόοιο προνοίης.
ζωσάμενοι δὲ πλάνητες ἀειθαλέας σέο πυρσοὺς
αἰὲν ὑπ᾽ ἀλλήκτοισι καὶ ἀκαμάτοισι χορείαις
ζῳογόνους πέμπουσιν ἐπιχθονίοις ῥαθάμιγγας.
πᾶσα δ᾽ ὑφ᾽ ὑμετέρῃσι παλιννόστοισι διφρείαις
Ὡράων κατὰ θεσμὸν ἀνεβλάστησε γενέθλη.
στοιχείων δ᾽ ὀρυμαγδὸς ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντων
παύσατο σεῖο φανέντος ἀπ᾽ ἀρρήτου γενετῆρος.
σοὶ δ᾽ ὑπὸ Μοιράων χορὸς εἴκαθεν ἀστυφέλικτος·
ἂψ δὲ μεταστρωφῶσιν ἀναγκαίης λίνον αἴσης,
εὖτε θέλεις· περὶ γὰρ κρατέεις, περὶ δ᾽ ἶφι ἀνάσσεις.
σειρῆς δ᾽ ὑμετέρης βασιλεὺς θεοπειθέος οἴμης
ἐξέθορεν Φοῖβος· κιθάρῃ δ᾽ ὑπὸ θέσκελα μέλπων
εὐνάζει μέγα κῦμα βαρυφλοίσβοιο γενέθλης.
σῆς δ᾽ ἀπὸ μειλιχόδωρος ἀλεξικάκου θιασείης
Παιήων βλάστησεν, ἑὴν δ᾽ ἐπέτασσεν ὑγείην,
πλήσας ἁρμονίης παναπήμονος εὐρέα κόσμον.
σὲ κλυτὸν ὑμνείουσι Διωνύσοιο τοκῆα·
ὕλης δ᾽ αὖ νεάτοις ἐνὶ βένθεσιν εὔιον Ἄττην,
ἄλλοι δ᾽ ἁβρὸν Ἄδωνιν ἐπευφήμησαν ἀοιδαῖς.
δειμαίνουσι δὲ σεῖο θοῆς μάστιγος ἀπειλὴν
δαίμονες ἀνθρώπων δηλήμονες, ἀγριόθυμοι,
ψυχαῖς ἡμετέραις δυεραῖς κακὰ πορσύνοντες,
ὄφρ᾽ αἰεὶ κατὰ λαῖτμα βαρυσμαράγου βιότοιο
σώματος ὀτλεύωσιν ὑπὸ ζυγόδεσμα πεσοῦσαι,
ὑψιτενοῦς δὲ λάθοιντο πατρὸς πολυφεγγέος αὐλῆς.
ἀλλά, θεῶν ὤριστε, πυριστεφές, ὄλβιε δαῖμον,
εἰκὼν παγγενέταο θεοῦ, ψυχῶν ἀναγωγεῦ,
κέκλυθι καί με κάθηρον ἁμαρτάδος αἰὲν ἁπάσης·
δέχνυσο δ᾽ ἱκεσίην πολυδάκρυον, ἐκ δέ με λυγρῶν
ῥύεο κηλίδων, Ποινῶν δ᾽ ἀπάνευθε φυλάσσοις
πρηΰνων θοὸν ὄμμα Δίκης, ἣ πάντα δέδορκεν.
αἰεὶ δ᾽ ὑμετέραισιν ἀλεξικάκοισιν ἀρωγαῖς
ψυχῇ μὲν φάος ἁγνὸν ἐμῇ πολύολβον ὀπάζοις
ἀχλὺν ἀποσκεδάσας ὀλεσίμβροτον, ἰολόχευτον,
σώματι δ᾽ ἀρτεμίην τε καὶ ἀγλαόδωρον ὑγείην,
εὐκλείης τ᾽ ἐπίβησον ἐμέ, προγόνων τ᾽ ἐνὶ θεσμοῖς
Μουσάων ἐρασιπλοκάμων δώροισι μελοίμην.
ὄλβον δ᾽ ἀστυφέλικτον ἀπ᾽ εὐσεβίης ἐρατεινῆς,
εἴ κε θέλοις, δός, ἄναξ· δύνασαι δ᾽ ἑὰ πάντα τελέσσαι
ῥηιδίως· κρατερὴν γὰρ ἔχεις καὶ ἀπείριτον ἀλκήν.
εἰ δέ τι μοιριδίοισιν, ἑλιξοπόροισιν ἀτράκτοις,
ἀστεροδινήτοις ὑπὸ νήμασιν οὐλοὸν ἄμμιν
ἔρχεται, αὐτὸς ἔρυκε τεῇ μεγάλῃ τόδε ῥιπῇ.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Ορφικός Ύμνος Μουσών

Nine Muses dancing with Apollo - Baldassare Peruzzi


Σεις αι θυγατέρες της Μνημοσύνης και του βροντερού Διός, 
ω ένδοξες Πιερίδες Μούσαι με την λαμπράν φήμην,
σεις, εις όσους ανθρώπους παρευρεθήτε, είσθε περιπόθητες, πολύμορφες,
επειδή γενάτε την άμεμπτον αρετή πάσης παιδείας
εσείς τρέφετε την ψυχήν και δίδετε την ορθήν κατεύθυνσιν εις την διανόησιν,
και είσθε αι οδηγοί βασίλισσαι του δυνατού νου
σεις που δείξατε εις τους ανθρώπους τας τελετάς, αι οποίαι εορτάζονται με μυστήρια
σεις, η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, 
η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η  Πολύμνια, η Ουρανία,
και η μητέρα μου η Καλλιόπη, που είσθε αγνές, θεές πολύ ισχυρές.
Αλλά είθε ω θεαί, να προσέλθετε είς τους μύστας, σεις που είσθε πολυποίκιλοι και αγναί,
και να φέρετε είς αυτούς δόξαν και ζήλον αξιέραστον και πολυύμνητον.-
(*)


Μνημοσύνης και Ζηνός εριγδούποιο θύγατρες,
Μούσαι Πιερίδες, μεγαλώνυμοι, αγλαόφημοι,
θνητοίς οις κε παρήτε, ποθεινόταται, πολύμορφοι,
πάσης παιδείης αρετήν γεννώσαι άμεμπτον•
θρέπτειραι ψυχής, διανοίας ορθοδότειραι,
και νόου ευδυνάτοιο καθηγήτειραι άνασσαι,
αι τελετάς θνητοίς ανεδείξατε μυστιπολεύτους,
Κλειώ τ΄ Ευτέρπη τε Θάλειά τε Μελπομένη τε,
Τερψιχόρη τ΄ Ερατώ τε Πολύμνιά τ΄ Ουρανίη τε,
Καλλιόπη συν μητρί και ευδυνάτηι θεάι αγνήι.
Αλλά μόλοιτε, θεαί, μύσταις, πολυποίκιλοι, αγναί,
εύκλειαν ζήλόν τ΄ ερατόν πολύυμνον άγουσαι.-



(*) Κείμενο απόδοσης στην νεοελληνική
Τα Ορφικά - Ιωάννου Δ. Πασσά

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Η Ιφιγένεια συναντά την Ελλάδα...

Η Ελλάς Ευγνωμονούσα -Θεόδωρος Βρυζάκης 1858




Είναι νύχτα...
Πάλι ξύπνησα πριν ξημερώσει...
το σκοτάδι πυκνό, με εμποδίζει να δω για να ανάψω το φως.
Παραμένω σκεπτική στο σκοτάδι ... αφουγκράζομαι τον ήχο που με ξύπνησε
ο ίδιος ήχος, το ίδιο μουρμουρητό

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

ΑΣΤΗΡ ΕΜΟΣ * ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ - ΠΛΑΤΩΝ



Ἀστέρας εἰσαθρεῖς, ἀστήρ ἐμός;
-Εἴθε γενοίμην οὐρανός,
ὡς πολλοῖς ὄμμασιν εἰς σὲ βλέπω!

-Τ' αστέρια κοιτάς, αστέρι μου;
-Είθε να γινόμουν ουρανός,
για να σε βλέπω με πολλά μάτια!

Ποίηση: Πλάτων
Απόδοση: Γιώργος Λαθύρης
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Μάρτιαι Ειδοί


The senators encircle Caesar. Carl Theodor von Piloty

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Και όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ' ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν' αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ' η Σύγκλητος αυτή, κ' ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Έρως και Ψυχή - Μια μυθική ιστορία αγάπης



Ο Ερωτας και η Ψυχη είναι ένα μυθολογικό ζευγάρι, που βασανίστηκαν πολύ μέχρι να μπορέσουν να χαρούν την αγάπη τους ανεμπόδιστα. Αυτός είναι ο μύθος του Ερωτα και της Ψυχής όπως τον αναφέρει ο Απουλήιος, Ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα:




"Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια πολιτεία μεγάλη, πλούσια και δυνατή ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Η μικρότερη από τις τρεις κόρες τους την έλεγαν Ψυχή ήταν τόσο όμορφη, που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί. Έτσι, όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατεβεί στη γη. Τα ιερά της Αφροδίτης στην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο, ερημώθηκαν. Οι προσευχές λησμονήθηκαν. Οι θυσίες σταμάτησαν. Ο κόσμος, που λάτρευε πριν τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της θνητής, και αυτήν προσκυνούσε πια και λάτρευε. 

Η Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί... Πρόσταξε λοιπόν το γιο της, τον Έρωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου. Έτσι, όπως άλλωστε γίνεται συχνά, η ομορφιά της Ψυχής στάθηκε η αιτία της μεγάλης της δυστυχίας: όλοι οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη χάρη της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, και η Ψυχή έμενε μόνη και έρημη. Οι δύο αδερφές της είχαν παντρευτεί πριν από καιρό στα ξένα, και η Ψυχή, κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της. 

Όταν ο βασιλιάς είδε κι απόειδε, αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του. Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή: έπρεπε να οδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της: ένα πελώριο φίδι φτερωτό που προξενούσε το φόβο και τον τρόμο, ακόμη και στον μεγάλο Δία. Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησαν κι έφυγαν. Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι. Σ' αυτό το περιβόλι η Ψυχή σαστισμένη πήρε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ' ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύλαχτο. Παρ' όλο το φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: «όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου. Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή»

Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν. Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να τους δει. Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του, προτού όμως ξημερώσει ακόμη, χάθηκε από κοντά της. 

Έτσι περνούσε ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη. Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος. Κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες θυγατέρες τους και προσπαθούσαν μάταια να τους παρηγορήσουν. Αλλά και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη: ολομόναχη τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπό του. Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή να πείσει τον άντρα της μέσα στα χάδια να επιτρέψει να έρθουν, ας είναι και για λίγον καιρό, οι αδερφές της για να της κρατήσουν συντροφιά. Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως: «Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως. Θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη». Η Ψυχή του υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει. Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της: αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο. Αν όχι, θνητό. 


Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή, που τη νόμισαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από το Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη. Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη, καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αρίθμητους θησαυρούς. Στους γέρους γονείς τους δεν λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής. Τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από καιρό πεθαμένη. Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Δεν σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της. Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα, πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος όμορφος και δυνατός που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά κυνηγώντας. 

Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώνει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδερφάδων της, γιατί και οι δυο έχουν παντρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες. Όμως και ο σύντροφος της Ψυχής ξέρει τι διαθέσεις έχουν οι κακές αδερφές και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του. Οι αδερφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες και έτσι, κάποτε που η Ψυχή ξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία, πέφτουν πάνω της και την αναγκάζουν να παραδεχτεί, μια και η ίδια άλλα τους είχε πει πιο παλιά, πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της. Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα. Αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο: μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος. 



Η ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση, αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη. Έτσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και ο άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε: μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο Έρωτας, πιο ωραίος κι απ' ό,τι τον φανταζόταν. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του : το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο. Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον Έρωτα. Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της. Άδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της. 



Ξαφνικά, μια σταγόνα καφτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο Έρωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και, διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει. Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα. Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί. Και ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού, και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη. Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ' ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Παν, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος. 

Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδερφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άντρα της, λέγοντάς του πως τάχα πέθαναν οι γονείς της, να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη. 

Ύστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον Έρωτα. Άδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες. Οι θεοί την έχουν εγκαταλείψει. Ούτε η Ήρα, ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της. Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον Έρωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της. 

Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δύο έμπιστες δούλες της ζηλότυπης θεάς, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα. Άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Ύστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης το κάθε είδος στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι και να το βάλει χωριστά. Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού, και ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν, νύχτα και μέρα, δράκοι ακοίμητοι. Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές δεν της έλειψαν ωστόσο οι παραστάτες: πρώτα το προφητικό καλάμι που τη συμβούλεψε να μαζέψει με την ησυχία της τις τούφες το μαλλί που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων και ύστερα ο αετός του Δία που γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγής. 

Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν. Η Αφροδίτη τη στέλνει στον Κάτω Κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μια και η δική της είχε τελειώσει. Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη του πάθους της και έχοντας βοηθό έναν μαγικό πύργο, θα τα καταφέρει, όχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ο πύργος αυτός, όπου είχε ανέβει για να αυτοκτονήσει, τη συμβούλεψε πώς θα κατεβεί στον Άδη και της φανέρωσε τι είχε να αντιμετωπίσει εκεί. Η ατυχία της, όμως, δεν είχε όρια. Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει η ίδια το θαυματουργό φάρμακο, ελπίζοντας πως, αν έβαζε λίγη αλοιφή στο πρόσωπό της, θα γινόταν ακόμη πιο όμορφη, και έτσι θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα. Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός, ο Ύπνος, και έχασε τις αισθήσεις της. 

Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται όμως πια στο τέλος τους. Αρκετά είχε δοκιμαστεί. Ο Έρωτας που δεν την είχε ποτέ απολησμονήσει, κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο βάζο, τη συνεφέρνει. Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία, που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Έρωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή. 

Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα της χαρίζεται η αθανασία. Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή." 

Αντιγραφή από: (Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών)

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...